άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
Αδριανούπολη — (τουρκ. Edirne). Πόλη (125.000 κάτ. το 2002) της Τουρκίας στην ανατολική Θράκη, η μεγαλύτερη μετά την Κωνσταντινούπολη, 5 χλμ. από τα ελληνικά σύνορα. Πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (6.276 τ.χλμ., 423.000 κάτ.), η Α. είναι σημαντικό… … Dictionary of Greek
Αθανάσιος ο Μέγας — (295 – 373 μ.Χ.). Τίποτα σχεδόν δεν είναι γνωστό για την παιδική και τη νεανική του ηλικία, παρά μόνο ότι είχε άρτια φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση. Ως διάκονος συνόδευσε τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της… … Dictionary of Greek
Βαλεντινιανός — (Valentinian). Όνομα Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ (Σλαβονία 321 – 375 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Δυτ. Ρωμαϊκού κράτους (364 375). Γιος ασήμαντου αξιωματικού, έγινε αυτοκράτορας κατ’ απαίτηση του στρατού. Ο αδελφός του Βαλέντιος έγινε… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Διόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθηματικός (τέλη 5ου αι. – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα έργα του Έκθεσις Διοδώρου περί σταθμών, το οποίο πραγματεύεται τρόπους μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας, και Περί σταθμών, στο… … Dictionary of Greek
Ευάγριος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού στη φωτιά μαζί με τον Μακάριο. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. II (4ος αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (370). Μετά τον θάνατο του Αρειανού πατριάρχη Ευδοξίου (369) … Dictionary of Greek
Ουαλέντης — Ρωμαίος αυτοκράτορας. Βλ. λ. Βαλέντιος … Dictionary of Greek
Ουάλης — Ρωμαίος αυτοκράτορας. Βλ. λ. Βαλέντιος … Dictionary of Greek