Βαλέντιος

Βαλέντιος
(Valens, Σλαβονία 328 – 378 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (364-378). Ανέβηκε στον θρόνο με τον αδελφό του Βαλεντινιανό Α’, ως συμβασιλέας των ανατολικών περιοχών. Λιγότερο ικανός από τον αδελφό του, πολέμησε εναντίον των Περσών και των Βησιγότθων, που, κυνηγημένοι από τους Ούνους εγκαταστάθηκαν στη Θράκη, και έπειτα από μια νίκη στην Μαρκιανόπολη (377) προχώρησαν στην Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 378, ο Β. αντιμετώπισε τον στρατό των Βησιγότθων χωρίς να περιμένει τον ανιψιό του Γρατιανό, που θα του έφερνε βοήθεια. Νικήθηκε όμως σε μάχη στα βόρεια της Αδριανούπολης και σκοτώθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …   Dictionary of Greek

  • Αδριανούπολη — (τουρκ. Edirne). Πόλη (125.000 κάτ. το 2002) της Τουρκίας στην ανατολική Θράκη, η μεγαλύτερη μετά την Κωνσταντινούπολη, 5 χλμ. από τα ελληνικά σύνορα. Πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (6.276 τ.χλμ., 423.000 κάτ.), η Α. είναι σημαντικό… …   Dictionary of Greek

  • Αθανάσιος ο Μέγας — (295 – 373 μ.Χ.). Τίποτα σχεδόν δεν είναι γνωστό για την παιδική και τη νεανική του ηλικία, παρά μόνο ότι είχε άρτια φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση. Ως διάκονος συνόδευσε τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της… …   Dictionary of Greek

  • Βαλεντινιανός — (Valentinian). Όνομα Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ (Σλαβονία 321 – 375 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Δυτ. Ρωμαϊκού κράτους (364 375). Γιος ασήμαντου αξιωματικού, έγινε αυτοκράτορας κατ’ απαίτηση του στρατού. Ο αδελφός του Βαλέντιος έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Διόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθηματικός (τέλη 5ου αι. – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα έργα του Έκθεσις Διοδώρου περί σταθμών, το οποίο πραγματεύεται τρόπους μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας, και Περί σταθμών, στο… …   Dictionary of Greek

  • Ευάγριος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού στη φωτιά μαζί με τον Μακάριο. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. II (4ος αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (370). Μετά τον θάνατο του Αρειανού πατριάρχη Ευδοξίου (369) …   Dictionary of Greek

  • Ουαλέντης — Ρωμαίος αυτοκράτορας. Βλ. λ. Βαλέντιος …   Dictionary of Greek

  • Ουάλης — Ρωμαίος αυτοκράτορας. Βλ. λ. Βαλέντιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”